- μακρέτειος
- μακρ-έτειος, langjährig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek
μακρέτειος — aged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)